- κολοκυνθιάς
- κολοκυνθ-ιάς, άδος, ἡ,A made from gourds,
βρωτύς AP 11.371
(Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρωτύς AP 11.371
(Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοκυνθιάς — κολοκυνθιάς, άδος, ἡ (Α) [κολοκύνθη] (για φαγητό) παρασκευασμένο από κολοκύθα … Dictionary of Greek